απελπιστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί απελπισία: Η κατάσταση του αρρώστου είναι απελπιστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άελπτος — ἄελπτος, ον (Α) 1. ανέλπιστος, απροσδόκητος (για ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα) 2. αυτός για τον οποίο είναι κανείς απελπισμένος, έχει χάσει κάθε ελπίδα 3. αυτός που δεν αφήνει καμιά ελπίδα, απελπιστικός, απογοητευτικός 4. επίρρ. ἀέλπτως και (το … Dictionary of Greek
ανέλπιδος — η, ο 1. ο χωρίς ελπίδα, εκείνος που δεν ελπίζει πια 2. αυτός που δεν δίνει ελπίδα, απελπιστικός 3. ανέλπιστος, απροσδόκητος … Dictionary of Greek
ανέλπιστος — η, ο (AM ἀνέλπιστος, ον) μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος 2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός 3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον το να μην ελπίζεις… … Dictionary of Greek
εξαναπέλπιστος — ἐξαναπέλπιστος και ἐξαπεπήλπιστος (Μ) απελπιστικός … Dictionary of Greek
ανέλπιδος, -η — ο αυτός που δεν έχει ή δε δίνει ελπίδα, απελπιστικός: Ήταν ανέλπιδος πια πως θα γινόταν καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)